Άνθιμος Μαχαιριώτης – Μητροπολίτης Κιτίου (1951-1973)

Το κοσμικό του όνομα ήταν Α. Παπασάββας. Γεννήθηκε στο χωριό Λαζανιά το 1905. Πέθανε στη Λεμεσό στις 19 Σεπτεμβρίου του 1976.

Νεαρός εισήλθε ως δόκιμος στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, που βρίσκεται κοντά στο χωριό του, και υπηρέτησε για 8 χρόνια. Στη συνέχεια, ως υπότροφος του μοναστηριού, φοίτησε στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο στη Λάρνακα. Κατά το διάστημα της φοίτησής του χειροτονήθηκε διάκονος. Το επίθετο του το πήρε από το όνομα του μοναστηριού του, και προσελήφθη στην υπηρεσία του τότε μητροπολίτη Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά. Αφού  συμπλήρωσε τη φοίτησή του, επέστρεψε στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Εκεί ίδρυσε ελληνική σχολή που λειτούργησε για μερικά χρόνια με διευθυντή τον ίδιο.

Το 1937 πήγε στην Αθήνα και ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή του εκεί Πανεπιστημίου, από την οποία και απεφοίτησε το 1942.

Με εισήγηση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο Άνθιμος, που στο μεταξύ είχε χειροτονηθεί αρχιμανδρίτης στην Ελλάδα, προβλήθηκε ως υποψήφιος για την πλήρωση του θρόνου Κιτίου και εξελέγη ομόφωνα στις 20 Ιανουαρίου 1951. Η χειροτονία του σε επίσκοπο και η εγκαθίδρυσή του στον θρόνο Κιτίου έγινε από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 4 Φεβρουαρίου 1951.

Ως μητροπολίτης Κιτίου ο Άνθιμος συνεργάστηκε στενά με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την προώθηση του Κυπριακού ζητήματος και του αιτήματος των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα. Ο Άνθιμος είχε επίσης στενή επαφή με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Γεώργιο Γρίβα «Διγενή» καθόλη τη διάρκεια του τετραετούς απελευθερωτικού αγώνα και ενεργούσε ως σύνδεσμός του με μέλη της ελληνικής κυβέρνησης όπως ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι.

Μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητη Δημοκρατία, ο Άνθιμος ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα και λιγότερο για την πολιτική. Στην εκκλησιαστική του περιφέρεια ανήκαν οι επαρχίες Λάρνακας και Λεμεσού. Ασχολήθηκε κυρίως με την ανάπτυξη του λεγόμενου “Αγροκτήματος της Μητρόπολης” δίπλα ακριβώς από τις Βρετανικές Βάσεις στο Ακρωτήρι όπου ανέπτυξε καλλιέργιες χιλιάδων στρεμμάτων με αμπέλια σουλτανίνας και καρδινάλιου, αλλά και εσπεριδοειδή. Η μητρόπολη Κιτίου τότε εξήγαγε μεγάλες ποσότητες σουλτανίνας στη Βρετανία με το Brand Name “Bishop”, προσφέροντας εκατοντάδες θέσεις εργασίας στους κατοίκους των γύρω χωριών.

Εμφανίστηκε πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής του τόπου μετά τη μυστική άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο και τη δημιουργία της οργάνωσης του ΕΟΚΑ Β’, το 1971. Ο Άνθιμος είχε ξανά επαφές με τον Γρίβα και την παράνομη οργάνωσή του κι άρχισε, μαζί με τους άλλους δυο μητροπολίτες της Κύπρου, τον Πάφου Γεννάδιο και τον Κυρηνείας Κυπριανό, αντιπολιτευτικό αγώνα κατά του αρχιεπισκόπου και προέδρου Μακαρίου. Ο Άνθιμος είχε στενές σχέσεις και με την ελληνική χούντα, καθ’ υπόδειξη της οποίας άρχισε να δρα κατά του Μακαρίου και υπέρ νέου αγώνα στο όνομα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο Άνθιμος και οι άλλοι δυο μητροπολίτες, ύστερα από εντολή της ελληνικής χούντας μέσω του πρεσβευτή της στην Κύπρο Κωνσταντίνου Παναγιωτάκου, ζήτησαν από τον Μακάριο στις 2 Μαρτίου 1972 να παραιτηθεί από το αξίωμα του προέδρου διότι ως αρχιεπίσκοπος «δεν εδικαιούτο να κατέχει και κοσμικές εξουσίες». Τον κατηγόρησαν συγκεκριμμένα για Παποκαισαρισμόν.

Μετά την «καθαίρεσή» του, ο Μακάριος αντεπετέθη. Κατηγόρησε τον Άνθιμο και τους άλλους δυο μητροπολίτες για συνωμοσία, φατρία, παρασυναγωγή, τυρεία και σχίσμα, κατηγορίες για τις οποίες οι ιεροί κανόνες προνοούν βαρύτατες ποινές. Ταυτόχρονα ο Μακάριος κάλεσε μείζονα και υπερτελή σύνοδο, που συνήλθε στη Λευκωσία από 12 μέχρι 14 Ιουλίου 1973.  H σύνοδος τους δίκασε ερήμην και τους καθαίρεσε στις 14 Ιουλίου 1973.

Μετά την καθαίρεση του Άνθιμου η εκκλησιαστική του περιφέρεια χωρίστηκε σε δυο και δημιουργήθηκαν δυο νέες μητροπόλεις, του Κιτίου και της Λεμεσού. Ύστερα από εκλογές προς διαδοχή του Άνθιμου, στον θρόνο Κιτίου εξελέγη μητροπολίτης ο Κιτίου Χρυσόστομος και στον θρόνο Λεμεσού ο Λεμεσού Χρύσανθος.

Ο Άνθιμος εκοιμήθη στη Λεμεσό στις 19 Σεπτεμβρίου 1976, δυο χρόνια μετά την τραγωδία του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Αποκαταστάθηκε μετά θάνατον από τη Μείζονα Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε στις 6 Απριλίου 1982.

Πηγή: www.polignosi.com